- θηκαίος
- θηκαῑος, -ία, -ον (Α) [θήκη]1. φρ. «οἴκημα θηκαῑον» — οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῑονη θήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θηκαίοις — θηκαί̱οις , θηκαῖος like a chest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκαίῳ — θηκαί̱ῳ , θηκαῖος like a chest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)